λινοστατώ

λινοστατώ
λινοστατῶ, -έω (Α)
1. τοποθετώ κυνηγετικά δίχτια, στήνω βρόχια
2. παθ. λινοστατοῡμαι, -έομαι
περικλείομαι με κυνηγετικό δίχτυ και συλλαμβάνομαι («ἀλλ' οὐκ αὐτὸς θηρεύεται... λινοστατούμενος ὑπὸ Ἀλκιβιάδου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στατῶ (< -στάτης< ασθ. θ. στᾰ- τού ἵστημι, πρβλ. στάσις), πρβλ. επι-στατώ, πρωτο-στατώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

  • λινοστασία — λινοστασία, ἡ (Α) [λινοστατώ] το στήσιμο τών κυνηγετικών διχτιών, το κυνήγι με δίχτια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”