- λινοστατώ
- λινοστατῶ, -έω (Α)1. τοποθετώ κυνηγετικά δίχτια, στήνω βρόχια2. παθ. λινοστατοῡμαι, -έομαιπερικλείομαι με κυνηγετικό δίχτυ και συλλαμβάνομαι («ἀλλ' οὐκ αὐτὸς θηρεύεται... λινοστατούμενος ὑπὸ Ἀλκιβιάδου», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στατῶ (< -στάτης< ασθ. θ. στᾰ- τού ἵστημι, πρβλ. στάσις), πρβλ. επι-στατώ, πρωτο-στατώ].
Dictionary of Greek. 2013.